ἀποστήθισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστήθισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποστήθισι ἡ, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστηθίζω.

Σημασιολογία

1) ᾿Απομνημόνευσις: ᾿Αποστήθισι δύσκολη - εὔκολη. Μὲ τὴν ἀποστήθισι δὲ δὰ πῇ πῶς τὸ χώνεψες κιˬόλα τὸ μάθημα. Συνών ἀποστήθισμα 1. 2) Ἐπιρρηματ., ἀπὸ μνήμης: Λέει τὸ μάθημα ἀποστήθισι. Τὸ ξέρει ἀποστήθισι. Συνών. ἀπαπέξω 2, ἀπέξω 1γ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/