ἀπολιγώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιγώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιγώνω Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπολ-λιών-νω Κύπρ. ᾿πολ-λιών-νω Κύπρ. Μέσ. ἀπολιγώνομαι Πελοπν. (Μάν.) ἀπολιών-νομαι Κάρπ. ᾿πολιγώνομαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπολιγώνω.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τινὰ νὰ συνέλθῃ ἐκ τῆς λιποθυμίας Κύπρ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ηὗρα εἵναν πεινασμένον κ᾿ ἐπελίγωσα ’τον ἀσ’ σὴν πεῖναν Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ. ᾿Εγέλασεν ἐγέλασεν ἐλιγῶθεν ἀσ’ σὰ γέλ’τα κιˬ ἄλλο ν᾿ ἀπολιγοῦται ᾿κ’ ἐπόρεσεν (γέλ’τα=γέλια, ᾽κ᾿ ἐπόρεσεν=δὲ μπόρεσε) αὐτόθ. || ᾌσμ. Πέφτει χαμαὶ σὰν τὴν νεκρὴν | τ’ ἐγὼ θωρῶ την ἀντικρύ, τρέχω 'πολ-λιών-νω την | τιˬ ἆναίσθητην σηκώνω την Κύπρ. ’Σ σὸν μονογιˬόκαν ᾽κ᾽ ἔφτασεν κιˬ ἀτὲν ἀπολιγών’νε Χαλδ. Ἤδη καὶ μεσν. Ἰδ. Διγεν. Ἀκρίτ. στ. 1647 (ἔκδ. Hesseling) ἐν Λαογρ. 3 (1911) 599 «μυρίζει δὲ ὡς ροδόσταμον καὶ ἀπολιγώνει ἀνθρώπους». Συνών. ἀπολιγοθυμζω 1. ΙΙ) Κάμνω τινὰ νὰ λιποθυμήσῃ Πόντ. (Τραπ.): ᾿Εντῶκέ με ἀπέσ’ σὰ μέσα κ᾿ ἐπελίγωσέ με. Μέσ. λιποθυμῶ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Καρπ.: Μὴ μὲ γαργαλῇς, γιˬατὶ ᾿πολιγώνομαι Κονίστρ. ᾿Πολιγώθη 'πὸ τὰ γέλιˬα αὐτόθ. Ὅdε ἄκουσε πῶς πέθανε ᾿ς την ξενιτε͜ιὰ τὸ παιδί της ἀπολιγώθηκε Μάν. || ᾎσμ. Ἀπολιώθη κ᾿ ἤπεσεν ὀμπρὸς εἰς τὴν ὀφλέαν (κατώφλι) Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/