ἀποστιˬάρικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστιˬάρικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀποστιˬάρικα ἐπίρρ. Κέρκ Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. *ἀποστιˬάρικος.

Σημασιολογία

Ἐπίτηδες, σκοπίμως ἔνθ’ ἀν. :᾿Αποστιˬάρικα γιˬὰ μένανε τό κάνεις ; -Μὲ συγχωρεῖς, δὲν τό ᾿καμα ἀποστιˬάρικα Κέρκ. Ἄς το, γιˬατὶ τὸ βάλανε ἀποστιˬάρικα γιˬὰ νὰ βλέπῃ ὁ κόσμος αὐτόθ. Συνών. ἀπόστα, ἀποστάρικα, ἐξεπίτηδες, ἐπιταυτοῦ, ἐπίτηδες, ξαπόστα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/