ἀπολιθιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιθιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιθιˬάζω Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λιθιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Περατῶ τὴν κατασκευὴν περιβλήματος δὶὰ λίθων, τελειώνω τὸ λίθιασμα Λεξ. Δημητρ.: Μόλις ἀπολιθιˬάσῃ τὸ καμίνι θὰ τοῦ βάλῃ φωτιˬά. 2) Μεταβάλλομαι οἱονεὶ εἰς λίθον, ἀπολιθοῦμαι, ἐπὶ τροφῆς μὴ χωνευομένης εὐκόλως Ἤπ.: Ἀπολίθιˬασε ᾿ς τὸ στομάχι μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/