ἀποστοιβάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστοιβάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστοιβάζω πολλαχ. καὶ Πόντ (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στοιβάζω.
Σημασιολογία
1) Ὡς ναυτικὸς ὅρ., ἐξάγω τὸ φορτίον πλοίου ἐνιαχ. β) Διαλύω σωρὸν ἐστοιβαγμένων πραγμάτων, χαλῶ τὴν στοίβαν Πόντ. (Τραπ.)-Λεξ. Δημητρ. Συνών. ξεστοιβάζω. 2) Τελειώνω τὸ στοίβαγμα ἐνιαχ.: Ἠστοιβάξετε τὰ σῦκα ᾿ς τὸ κασσόνι; -Δὲν τ᾽ ἀποστοιβάξαμε ἀκόμη ἀγν.τόπ. Ἀποστοιβασμένα ’χομεν ἐμεῖς, ἐσεῖς ἐρχέψετε τό στοίβασμα; Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA