ἀπολιθώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολιθώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολιθώνω Ἀντικύθ. Κρήτ. - Λεξ. Πρω.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπολιθῶ.
Σημασιολογία
1) Μεταβάλλω εἰς λίθον ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ ἀφορισμὸς ἀπολιθώνει Κρήτ. 2) Μεταφ. καθιστῶ τινα ἀκίνητον καὶ ἄφωνον Λεξ. Πρω.: Μὲ μιὰ ματιά μου τὸν ἀπολίθωσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA