ἀπολιμπεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιμπεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιμπεύω ἀμάρτ. ᾽πουλιμπεύου Στερελλ. (Λεπεν.) Μέσ. ’πουλιμπεύουμι Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *λιμπεύω < μεσν. λιμβεύομαι.

Σημασιολογία

1) Φαίνομαι γλίσχρος, φειδωλεύομαι εἴς τι Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ.): 'Πουλιμπεύιτι τοὺ κάθι πρᾶμα αὐτὸς Αἰτωλ. Τοὺ ᾽πουλιμπεύιταν τοὺ κρασὶ κι᾽ δὲν ἕπ’νι οὑ στιρημένους αὐτόθ. Ἅμα ᾿πουλιμπεύισι, στιρεύισι κιˬόλα αὐτόθ. β) Συνεκδ. καταπίπτω, εὐτελίζομαι Στερελλ. (Ἀρτοτ.): ’Που- λιμπεύιτι γιˬὰ νιˬὰ δραχμή. 2) Ἐνεργ. ἐπιδιώκω νὰ κερδίσω πολλά, ἐμφανίζομαι πλεονέκτης Στερελλ. (Λεπεν.): Αὐτὸς ’τάζ’ νὰ ᾿πουλιμπέψ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/