ἀποστολάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστολάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀποστολάρις ὁ, ἀμάρτ. ἀποστελλάρις Θεσσ. (Βόλ.) Χίος -Λεξ. Βάιγ. Δεὲκ Μπριγκ. θηλ. ἀποστολάρισσα Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποστολή καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-άρις. Ὁ τύπ. ἀποστελλάρις κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀποστέλνω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀπεσταλμένος ἔνθ᾽ ἀν. : ’Επῆγεν ὁ ἀποστελλάρις ’ς ἕναν Ὁβραῖο (ἐκ διηγ.) Χίος Ἔχουνε τὴν ἀποστολάρισσα καὶ πάει καὶ φέρνει κουβέdες Σητ. Μὴ dά λέτε, γιατὶ εἶν᾿ ἐπαὲ ἡ ἀποστολάρισσα καὶ θὰ πάῃ νὰ τσῆ τὰ ’πῇ αὐτόθ. Συνών. ἀποστελάμενος (ἰδ. ἀποστέλνω 2), ἀποστολάτορας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/