ἀπολίτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολίτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπολίτιστος ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *πολιτιστὸς < πολιτίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ πολιτισμένος, ἀγροῖκος: Ἀπολίτιστος ἄνθρωπος - τόπος κττ. Ἀντίθ. πολιτισμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA