ἀπολογαριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολογαριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολογαριˬὰζω ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 28

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀπολογαριˬάζω. Ἰδ. Σουίδ. ἐν λ. ἀπολογίζω.

Σημασιολογία

Λογαριάζω καλῶς: Ἀνεβοκατέβαινε, σεριάνιζε κιˬ ἀπολογάριˬαζε τὰ μαξούλιˬα του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/