ἀπολογάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολογάρισμα τό, Ἤπ. (Τσαμαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. *ἀπολογαρίζω.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., τὰ ὑπολειπόμενα ἐκ τοῦ κοσκινίσματος τῶν χρυσῶν νομισμάτων καὶ ἐν γένει τοῦ θησαυροῦ: ᾎσμ. Νὰ κοσκινίζῃ τὸ φλωρί, νὰ πέφτῃ τὸ λογάρι καὶ τ᾿ ἀπολογαρίοματα νὰ δένῃ ᾽ς τὸ μαντήλι (ᾄδεται ὑπὸ παιδίων τὸ Σάββατον τοῦ Λαζάρου πρὸ τῆς οἰκίας, ἐν ᾗ πρὸ μικροῦ ἐγεννήθη ἄρρεν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA