ἀπολογε͜ιέμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογε͜ιέμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολογε͜ιέμαι, ἀπολογοῦμαι λόγ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Τραπ.)͵ ἀπολοοῦμαι Κύπρ. ᾿πολοοῦμαι Κάλυμν. Κύπρ. Ρόδ. Σύμ. ἀπηλογοῦμαι Ζάκ. Κρήτ. Μέγαρ. Πόντ. Ρόδ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀπηλοοῦμαι Ἄνδρ. Θήρ. Θρᾴκ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Τσικαλαρ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Λάκων.) Τῆλ. κ.ἀ. ᾽πηλογοῦμαι Κρήτ. κ.ἀ. ’πηλοοῦμαι Αἴγιν. Ἀστυπ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Φιλότ.) Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. ἀπ᾿λοοῦμαι Ἄνδρ. ἀπ᾿λουοῦμι Σάμ. ἀπογούμενε Τσακων. ἀπολογε͜ιέμαι κοιν. ἀπολογείομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀπολογε͜ιῶμαι Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Παξ. ἀπολογε͜ιοῦμαι Ζάκ. ’πολογε͜ιέμαι Πελοπν. (Λεντεκ.) κ.ἀ. ἀπουλουγε͜ιῶμι Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) ἀπουλουγε͜ιέμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπουλουγε͜ιοῦμι Μακεδ. ἀπηλογε͜ιοῦμαι Ἄνδρ. Μύκ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀπηλογε͜ιοῦμι Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) ᾽πηλουγε͜ιοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Βελβ.) κ.ἀ. ’πηλογε͜ιῶμαι Μακεδ. (Γκιουβ.) ἀπηλογε͜ιέμαι Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. ᾽πηλογε͜ιέμαι Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.) ἀπ᾿λογε͜ιέμαι Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Βυτιν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λάστ. Μεγαλόπ. Οἰν.) ἀπ᾽λοέμαι Θρᾷκ. ἆπ’λουγε͜ιέμι Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.) Ἴμβρ. Λῆμν Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀπ᾿λουέμι Θρᾴκ. (Κομοτ.) ἀπ᾿λουγε͜ιῶμαι Κεφαλλ. Πελοπν. (Μεγαλόπ.) ἀπ᾽λουε͜ιῶμαι Στερελλ. (Κλών.) ἀπ’λουε͜ιῶμι Θάσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ἀπ᾿λογε͜ιοῦμαι Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μύκ. ᾿π᾿λογοῦμ᾿ Θρᾴκ. (Γέν.) ἀπηλογᾶμαι Πελοπν. (Μεσσ.) ἀπελογε͜ιοῦμαι Βιθυν. ἀφηλογε͜ιέμαι Θεσσ. (Ὄλυμπ.) ἀφηλουε͜ιέμι Θρᾴκ. ἀπολογῶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπολοῶ Ρόδ. ἀπηλοῶ Τῆλ. ἀπολογέω Ἀπουλ. (Μπόβ.) ἀπολογίζω Ἀπουλ. (Μπόβ.) ἀπηλογίζω Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπολογοῦμαι. Εἰς τὸν τύπ. ἀπηλογοῦμαι καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου τὸ η τῆς δευτέρας συλλαβῆς προῆλθεν ἐκ τῆς νεωτέρας αὐξήσεως, ὡς καὶ ἀνηβαίνω, ἀνημένω, κατηβαίνω κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,33. Πβ. καὶ ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 42 κἑξ. Ὁ τύπ. καὶ μεσν. Ἰδ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 54 (ἔκδ. JLambert). Εἰς τὸν τύπ. ἀπ᾿λογοῦμαι καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου τὸ ο τῆς δευτέρας συλλαβῆς ἀπεβλήθη κατὰ τὸν νόμον τοῦ Kretschmer. Εἰς τοὺς μετὰ τοῦ φ ἐν τῇ δευτέρᾳ συλλαβῇ τύπ. ὀφείλεται τοῦτο εἰς τὸν διπλοῦν τύπ. τῆς προθέσεως ἀπὸ ἐν συνθέσει, περὶ οὗ ἰδ. ΒΦάβην ἔνθ’ ἀν. 49. Οἱ ἐνεργ. τύπ. προῆλθον ἐκ τοῦ μέσου, καθὰ ἐξηγοῦμαι-ἐξηγῶ κτλ. Ὁ τύπ. ἀπογούμενε διὰ τὴν ἀποβολὴν τοῦ λ καὶ τὴν συγχώνευσιν τοῦ οο εἰς ο.
Σημασιολογία
1) Ἀπολογοῦμαι, ἀποκρούω κατηγορίαν, δικαιολογοῦμαι κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Τί ἀπολογε͜ιέσαι γιˬὰ ὅσα σὲ κατηγοροῦν; Ἀπολογήθηκε ᾿ς τὸ δικαστήριο καὶ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθε͜ια. Τὸν μάλωσα καὶ δὲν εἶχε μοῦτρα ν᾿ ἀπολογηθῇ. ᾽Απολογήσου νὰ δοῦμε τί θὰ πῇς γιˬ’ αὐτὰ ποῦ ἔκαμες κοιν. || ᾌσμ. Ταχεˬὰ ᾽ς τὴ gρίσι τοῦ θεοῦ, ἐκε͜ιὰ σὲ θέλω νά ᾽σαι, νὰ λέω ’γὼ τὰ κρίματα καὶ σὺ νὰ ᾿πηλογᾶσαι Κρήτ. Κόρη, κιˬ ἂν ἕρτ’ ὁ Κωσταντῆς, ντ’ ἀπηλογιˬὰν νὰ δίω; - Μάννα, ντό φόβεις κ’ ἐντροπεῖς καὶ ντό ν᾿ ἀπηλογίζῃς; μάννα, χάλα ᾽ς τὴν τσέπην μου κ᾽ ἔβγαλε τ᾽ ἀνοιγάρ καὶ δὸς τὴν ἀρραβῶν’ ἀτου κιˬ ἂς πάῃ ὁπόθεν ἔρθεν Κερασ. 2) Ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι εἴς τινα πολλαχ. καὶ ᾿Απουλ (Μπόβ.) Καππ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.): Τοῦ μιλάω καὶ δὲ μ’ ἀπολογε͜ιέται. Δὲν ἀπολογε͜ιέσαι ποῦ σὲ φωνάζουνε; Τοῦ ἀπολογήθηκα, ἀλλὰ δὲ μ’ ἄκουσε πολλαχ. Εἶναι μιˬὰ ὥρα ποῦ τοῦ φωνάζω τσαὶ δὲν ἀπηλοᾶται Νάξ. (Τσικαλαρ.) Ἐφώνιˬαζά του, μὰ δὲ μοῦ ᾿πηλοήθηκε Κρήτ. Σ ’ κρένου κι᾿ δὲ μ’ ἀπ'λουγε͜ιέσι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τόσα λόγιˬα τ᾿ν εἶπα κὶ κἃ δὲν ἀπ’λουγήθ’κιν (κἄ δὲν = οὔτε κἂν) Λῆμν. Ὁ δεῖνα ἀπολόγησε τσαὶ εἶπε Μπόβ. Ἀπολόγησε λέγοντα (ἀπεκρίθη λέγων) αὐτόθ. || Φρ. Ἀπ’λοήθηκες καὶ σύ! (κἄτι μᾶς εἶπες καὶ σύ!) Θρᾴκ. Ἔνα σπυράκι ’βγαλε gαὶ τ᾿ ἀπηλοε͜ιῶdαι dὰ βουνὰ καὶ τὰ λαgάδιˬα (οἱονεὶ τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια ἀπηχοῦσιν τὰς κραυγὰς) Ἀπύρανθ. || Παροιμ. Μιλήσανε τοῦ εὐγενῆ τσ᾽ ἀπηλοήθη ποῦ ’χε (ὅτι τὸ θάρος εἶναι γνώρισμα τοῦ πλούτου μᾶλλον ἢ τῆς εὐγενείας) Μέγαρ. Ἐπολοήθηκεν τιˬ ὁ γάδαρος ’ποῦ τὴν ἀπ-πέσ-σω πάγνην (ἐπὶ τῶν αὐθαιρέτως ἄνευ προκλήσεως ἀπαντώντων) Κύπρ. || ᾌσμ. Ἔνα τοῦ λέ’ ἡ λυερὴ κιˬ ὁ νεˬὸς ἀπηλοᾶται, - Μιˬὰ σ' ἕδα, μιˬὰ σ' ἐγάπησα καὶ μιˬὰ τὸ νοῦ μου πῆρες Ἀπύρανθ. Ἐπέρασ’ ἀ τὴ bόρτα τση κ᾽ εἶπα τσῆ κόρης γε͜ιά σου κ’ ἐκείν’ ἐπηλοήθηκε, μαχαίρι ’ς τὴ gαρδιˬά σου αὐτόθ. Καλὴ μέρα σας ἄρχοντες. κἀνεὶς ᾿κιˬ ἀπελογήθη Καππ. Φρόνιμα ’μ’ ποῦ αιρέτισεν͵ φρόνιμ’ ἀπολοήχην Κύπρ. Ὥσπου νὰ σκάσῃ αὐγιρινός, νὰ πάῃ ἡ πούλε͜ια γιˬόμα, νὰ κάτσου νὰ σὶ ἀφηλουηˬθῶ τῆς ξενιτε͜ιᾶς τὰ πάτηˬα Θρᾴκ. Ἀπηλοᾷ καὶ λέει του καὶ κόβγει τὴν ψυχή του Τῆλ. Καὶ μιˬὰ μηλεˬά, μικρομηλεˬά, ἀπολοᾷ καὶ λέει Ρόδ. Βασιλοπούλλα λάλεσεν μόνε κιˬ ἀπολογᾷ με Τραπ. Ἔρθεν πουλλὶν κ᾽ ἐγόνεψεν ’ς σῆ χορταρί' ἀστάυν, ᾿σ᾿κῶθεν κ' ἐκαλογόνεψεν ᾿ς σῆ Κωσταντίν’ τ᾽ ὠμία, κελάηδεσε, άπηλόγησεν ἀνθρωπινὴν λαλίαν αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Τιμαρ. 18 (ἔκδ. Aelissen 4,1 σ. 61) «νόμος ἔμποινος ὥρισται κατὰ τῶν ἐρωτώντων ἢ ἀπολογουμένων περὶ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ γέροντος». Ἰδ. καὶ Θησαυρ. 1, Β, 1547 Α: «usum novitium, ut sit i. q. ἀποκρίνεσθαι...» Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀπολογίζομαι ἤδη μεταγν., ἰδ. Θησαυρ. ἔνθ’ἀν. 1549 Α. 3) Ἀποδέχομαι, ἀναλαμβάνω, ὐποχρεοῦμαι εἴς τι Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.): Ν’ ἀπολογε͜ιέται κάθα ἕνας νὰ σ᾽κώ᾿ τὰ χαλίτσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA