ἀποσιˬαπάνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσιˬαπάνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποσιˬαπάνω ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀποσιˬαπάνου Πελοπν. (Μάν.) ἀποσιˬαbάνου Πελοπν. (Μάν.) ἀποσαπάνου Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Βούρβουρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ἰσιˬαπάνω.
Σημασιολογία
1) Ἀπὸ τὰ ἐπάνω μέρη, γενικῶς καὶ ἀορίστως ἔνθ’ ἀν.: Μᾶς ἦρθε ἀποσιˬαπάνου ἀπὸ τὰ βουνὰ Μάν. Τί χαπάριˬα ἀποσαπάνου; Λιβύσσ. Γιˬά νὰ δοῦμε τί καλὰ μᾶς φέρνεις ἀποσαπάνου; Βούρβουρ. β) ’Ενάρθρως πληθ., οἱ κατοικοῦντες εἰς τὰ ἐπάνω μέρη Πελοπν. (Βούρβουρ.) : Τί γίνουνται οἱ ἀποσαπάνου; 2) Διὰ τῶν ἐπάνω μερῶν Πελοπν. (Μάν.): Πῶς θὰ πάῃς; ἀποσιˬαgάτου ἤ ἀποσιˬαπάνου; Μὴν περάσῃς ἀποσιˬαπάνου, γιˬατὶ θὰ σὲ σκοτώσουνε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA