ἀποσιˬάστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσιˬάστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσιˬάστρα ἡ, ἀμάρτ. ἀποσάστρα Κρήτ. (Κατσιδ.) ᾿ποσάστρα Κρήτ. (Μεραμβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσιˬάζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –τρα.
Σημασιολογία
1) Γυνὴ καλλωπιζομένη Κρήτ. (Κατσιδ.): Ἄδικο νὰ τὴν εὕρῃ τὴν ἀποσάστρα ποῦ δὲν εἶναι μόνο γιˬά ν’ ἀποσάζεται καὶ δουλε͜ιὰ νὰ μὴ gάνῃ. 2) Γυνὴ κακολόγος, ἐπιρρεπὴς εἰς τὰς ὕβρεις καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς Κρήτ. (Μεραμβ.): Εἶναι αὐτὴ μιˬὰ ᾽ποσάστρα ποῦ νὰ μὴ σ᾿ τ᾿ ἀξώσῃ ὁ Θεὸς νὰ πέσῃς ᾽ς τὴ γλῶσσα τζης! 3) Τὸ μέρος τῆς οἰκίας ἢ τοῦ δωματίου ὅπου καλλωπίζονται καὶ ὁ ἐνταῦθα καθρέπτης Κρήτ. (Μεραμβ.): Πήγαινε ’ς τὴ ’bοσάστρα νά ᾿ποσαστῇς νὰ πάμε ’ς τὴν ἐκκλησά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA