ἀποσίριμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσίριμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσίριμο τό, Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σιρίμι.

Σημασιολογία

’Απόκομμα δέρματος προβάτου ἢ αἰγὸς χρησιμοποιηθέντος πρὸς παρασκευὴν σιριμιˬῶν (λεπτῶν δερματίνων λωρίδων).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/