ἀπολογιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολογιˬάζω (Ι) Κάρπ. Κύπρ. Πελοπν. (Βυτίν.) ἀπολοιˬάζω Κάρπ. ᾿πολογιˬάζω Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κύπρ. ᾿πολοιˬάζω Κύπρ. ἀπηλογιˬάζω Κάρπ. Κωνπλ. Πελοπν. (Λακων.) ἀπηλοιˬάζω Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀπ᾽λοιˬάζω Πελοπν. (Βούρβουρ.) ’πηλογιˬάζω Θρᾴκ.(Σιρέντζ.) ᾿πηλογιˬάζου Εὔβ. (Ὄρ.) ᾿π’λουιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.) ᾿πολεγιˬάζω Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀπολογιάζω, παρ’ ὃ καὶ ἀπηλογιάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀποκρίνομαι, ὁμιλῶ πρός τινα Θρᾴκ. (Σιρέντζ.) Κάρπ. Κύπρ. Κωνπλ.: Δὲν ἀπηλόγιˬαζα Κωνπλ. Δὲν ᾽πηλόγιˬασες; σὲ μιλῶ! Σιρέντζ. || ᾌσμ. Ἐτοῦτος εἶναι βασιλεˬάς, πῶς νὰ τὸν ᾽πολογιˬάσω; Κύπρ. Κόρη μ’, ἄν ἔρτῃ ὁ Κωσταντῆς, πῶς θὰ τ᾿ ἀπηλογιˬάσω; Κάρπ. Καὶ πιˬάν’ ἀργυρομαστραπᾶ κιˬ ὁλόχρυσο προσέψι, μπροείρνει του καὶ πλύνεται, κρουφὰ τ᾿ ἀπηλοιˬάζει (προσέψι = προσόψι, μπροείρνει = χύνει νερὸ) αὐτόθ. Ἄν ἔχῃς μ᾽ ἄλλον νεˬὸν φιλιˬάν, ἔβγ’ ἀπολόγιˬασέ μου αὐτόθ. β) Λέγω, ὁμολογῶ, γνωστοποιῶ τι Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.): ᾎσμ. Σώπα σώπα, κλεφτόπουλλο, καὶ μὴν τὸ ᾿πολογιˬάζῃς. 2) Ὁμιλῶ πρός τινα τραχέως, δυσμενῶς Εὔβ. (Ὄρ.) Πελοπν. (Βυτίν. Λακων.): Ἦρτε τσαὶ μὲ ᾽πηλόγιˬατσε Ὄρ. Συνών. ἀπολαλῶ 3, ἀποπαίρνω. β) Ἀπαγορεύω, ἐμποδίζω Πελοπν. (Λακων.): Σ᾿ ἀπηλόγιˬασα νὰ τὸ κάμῃς. γ) Ἐνοχλῶ, πειράζω Εὔβ. (᾿Ορ.): Μὲ ’πηλογιˬάζει ὁ πόνος λίγο λίγο. δ) Κάμνω τινὰ νὰ χάσῃ τὴν διαύγειάν του, θορυβῶ τινα Εὔβ. (Στρόπον.): Τὰ ᾽π᾽λόιˬασι αὐτὰ τὰ πιδιˬά. ’Π’λουιˬαστήκανι ἀποὺ τὴν πεῖνα. Τί ἔχεις καὶ περπατεῖς σὰν ᾽π᾿λουιˬασμένους; Περὶ τῆς σημ. ἰδ. καὶ ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 45 (1933) 342. Συνών. παραλογιˬάζω, σαστίζω. 3) Ἀρνοῦμαι, ἀποποιοῦμαι, ἀποκρούω Κύπρ. Πελοπν. (Βούρβουρ.): Τοῦ τὸ γύρεψα καὶ μ᾿ ἀπ’λόιˬασε Βούρβουρ. Τὴν ἀπ’λόιˬασαν τὴ νύφη (τὴν ἄφησαν, δὲν τὴν παίρνουν) αὐτόθ. Ἐζήτησε τὴν κόρην τοῦ δεῖνα, ἀμ-μὰ ’ὲν τοῦ τὴν ἔδωτεν, ἐπολέγιˬασεν τον Κύπρ. Ὅπου ζητήσῃ γεναῖκαν ᾿πολεγιˬάζουν τον. 4) Ἀπολύω, ἀποπέμπω, Κύπρ.: Ἐπολέγιˬασεν τὴν μισταρκόν του. Τὸ χωρκὸν ἐπολέγιˬασεν τὸν δάσκαλον. ᾽Επῆα ἔσ-σω τους ταὶ ἀπολογιˬάσαν με (ἔσ-σω τους=’ς τὸ σπίτι τους). || ᾎσμ. Νά 'ταν ’πὸ ’κείνους ποῦ ’ξερα, δὲν τὸν ἐπολεγιˬάζαν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον Μορ. Η στ. 2968 (ἕκδ. JSchmitt) «ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα» καὶ Μαχαιρ. 1,172 (ἔκδ. RDawkins) «ν᾿ ἀπολογιάσῃς τοὺς ξένους νὰ πᾶσιν καὶ νὰ μείνῃς μοναχός». 5) Προπέμπω, κατευοδῶ Κύπρ.: Ἐπολόγιˬασαν τὸν ἀρφόν της ποῦ πάει ’ς τὸ ταξίδι. ’Πολογιˬάζουσιν τὸν δεσπότην μὲ τὴν παράταξιν. Ἐπηάμεν ταὶ ᾿πολογιˬάσαμεν τον ἴα μ᾽ ἕξω ’ποῦ τὸ χωρκόν. 6) Παρέχω διαζύγιον, διαζευγνύω Κύπρ.: Ὁ δεσπότης ἀπολόγιˬασε τὸν δεῖνα ἀπὸ τὴν γεναῖκά του. Συνών. χωρίζω. 7) Μέσ. διαλύω τὴν φιλίαν Κύπρ.: ’Πολογιˬάστησαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA