ἀπολογιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολογιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολογιˬάζω (ΙΙ) Κάρπ. ἀπολοιˬάζω Κάρπ. ἀπηλογιˬάζω Ζάκ. ’π’λουιˬάζου Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λογιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Βασανίζω τι ἐν τῇ διανοίᾳ μου, σκέπτομαι, διαλογίζομαι Κάρπ.: ᾎσμ. Περαστικὸς ᾿εν-νὰ διˬαῶ νὰ τῆς τὸ τραουδήσω. λογιˬάζ’ ἀπολογιˬάζω το, τη ρύμη της διˬααίνω. Συνών. λογιˬάζω, συλλογιˬάζομαι, συλλογίζομαι. 2) Παρατηρῶ, βλέπω Ζάκ.: ᾎσμ. Καὶ σύντομα τῆς κιβωτὸς τὴν πόρτα ἀνασκεπάζει, τετράποδα πετούμενα καὶ τ' ἄλλα ἀπηλογιˬάζει. Συνών. ἀγναντίζω (Ι) 1, ἀντικρύζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/