ἀπολογιˬαστός

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολογιˬαστός

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπολογιˬαστός ὁ, ἀμάρτ. ’πολογιαστὸς Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολογιάζω (Ι).

Σημασιολογία

1) Εἶδος χοροῦ ὁ ὁποῖος χορεύεται κατὰ τοὺς γάμους τελευταῖος καὶ σημαίνει ὅτι εἶναι ὥρα ἀποχωρήσεως τῶν κακλημένων. 2) Μουσικόν μέρος παιζόμενον κατὰ τὴν ἀποχώρησιν ἐπισήμου τινὸς ἐκ τῆς διασκεδάσεως τοῦ γάμου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/