ἀποσιφουνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσιφουνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσιφουνιˬάζω ἀμάρτ. ἀποσ’φωνιˬάζω Κρήτ. (Ἀλήκαμπ. Σητ κ.ἀ.) ἀποσ’φουνιˬάζω Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Ἐγκαρ.) Σῦρ. Χίος ἀπουσ’φουνιˬάζου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀποσ’φινιˬάζω Πάρ. Χίος ᾽ποσ᾽φινιˬάζ-ζω Σύμ. ἀποσ᾽φανιˬάζω Πελοπν. (Δημητσάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σιφουνιˬάζω. ᾿Ιδ. Κορ. Ἄτ. 4,32 καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 29 (1917)197. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ.
Σημασιολογία
1) Σφίγγω τι βρεγμένον διὰ νὰ ἀποστραγγίσῃ τὸ ὕδωρ, ἐπὶ τῶν πλυνομένων ἐνδυμάτων ἔνθ’ ἀν.: Ἀποσ’φώνιˬαξε τὰ ροῦχα γιˬά νὰ μὴ dρέχουνε καὶ ᾿γραθῆς ἅμα τὰ σηκώσῃς Σητ. Τὰ ξεβγάνουνε τὰ ροῦχα καὶ τὰ ἀποσ’φουνιˬάζουνε Ἀπύρανθ. ᾿Αποσ᾿φούνιˬασε τὸ φόρεμα νὰ τρέξῃ τὸ νερὸ Χίος ᾿Αποσ᾽φάνιˬαξέ τα καλὰ τὰ ροῦχα Δημητσάν. Συνών. ἀποσβουρίζω, ἀποσιφουνίζω, ἀποσουρώνω (Ι) 1, στύβω. 2) Σφίγγω, συμπιέζω τι ἵνα ἐκθλιβῇ τὸ ἐν αὐτῷ ὑγρὸν Κρήτ. (᾿Αλήκαμπ. κ.ἀ.) Νάξ. (’Εγκαρ.) Χίος κ.ἀ. : Ἤθελε κρασί, πάει ὁ Τοῦρκος κιˬ ἀποσ’φωνιάζει βάτσινα καὶ τοῦ τὰ πάει (βάτσινο=ὁ καρπὸς τῆς βάτου. ᾿Εκ παραμυθ.) ᾿Αλήκαμπ. ᾽Αποσ᾽φουνιˬάζω τσοὶ πίττες γιˬὰ νὰ βγῇ τὸ μέλι Ἐγκαρ. β) Μεταφ. ἐπὶ νόσου, καταβάλλω τινά, κάμνω νὰ ἀδυνατίσῃ Σύμ.: ᾿Εποσ᾽φώνιˬαξέ τον ἡ ἀρρώστιˬα. 3) Μέσ. σφίγγομαι, καταβάλλω προσπάθειαν πρὸς ἀποπάτησιν Κρήτ. : Δὲ bορεῖ νὰ κατουρήσῃ κιˬ ἀποσ’φωνιˬάζεται. ᾿Αποσ’φωνιˬάζετ’ ὁ καλός σου ’ς τὰ γιˬερά γιˬὰ ν’ ἀφήσῃ χοdρὸ σημάδι. Συνών. τανυˬέμαι (ἰδ. τανυˬῶ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA