Ἀπόστολος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀπόστολος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
᾽Απόστολος ὁ, κοιν. καὶ Πόντ (Οἰν. Τραπ.) ᾿Απόστουλους βόρ. ἰδιώμ. ᾽Απόστολο Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. ᾽Αοστόλοι Α.Ρουμελ. (Καρ.) ᾽Απουστουλᾶδις Θρᾴκ, (Σουφλ.κ. ἀ.) ᾽Αμπουστόλια τά, Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπόστολος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἀπεσταλμένος, ἰδίᾳ κατὰ πληθ. ἐπὶ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀποσταλέντων διὰ νὰ κηρύξουν εἰς τὰ ἔθνη κοιν. καὶ ᾿Απουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν): Οἱ δώδεκα ᾿Απόστολοι κοιν. Κιˬ ὁ Χριστὸς ἠπέρασε μὲ δώδεκ᾽ ᾿Αποστόλοι καὶ τσῆ λέει (ἐξ ἐπῳδ.) Κίμωλ. || Παροιμ. φρ. ᾿Απόστολοι ἐκ περάτων (ἐπὶ συρροῆς πλήθους μακρόθεν ἐλθόντος. Ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,393 || Παροιμ. Δώδεκα ᾿Αποστόλοι ὁ καθένας μὲ τὸν πόνο του (ὅτι ἐν κοινοῖς κακοῖς ἕκαστος θρηνεῖ δι᾿ ἑαυτὸν ἢ ὅτι πάντες οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἕκαστος τὰ ἰδικά του βάσανα). Ψηλὸς ἄντρας ’Απόστολος, κοντὸς πομπὴ καὶ γάνα (ὅτι ὁ ὑψηλὸς τὸ ἀνάστημα ὁμοιάζει πρὸς ’Απόστολον ἤτοι εἴναι ὡραῖος. γάνα₌διαπόμπευσις) Λεξ. Δημητρ. Σὰν τά 'χου καλὰ μὲ τοὺ Χριστὸ, τύφλα νά ᾿χ᾽ν οἱ ᾽Απουστό’ (ὅτι ἔχων τις τὴν εὔνοιαν τῶν ἰσχυρῶν δὲν ἔχει χρείαν τῶν ὑποδεεστέρων) Σάμ. ΙΙ ᾌσμ. Ἔλα, Χριστὲ καὶ Παναγιˬὰ καὶ δώδεκα ’Αποστόλοι Ἀθῆν. Κ’ ἡ νένιντρους ἦταν Χριστὸς κι᾽ τά κλουνάργιˬα ἀγγέλοι κιˬ αὐτὰ τὰ πυκνουκλούναρα σὰν δώδεκ᾽ ᾿Αμπουστόλιˬα (νένιντρους₌δένδρον) Θρᾴκ. (’Αδριανούπ.) Ἡ σημ. καὶ μεταγν. β) Ἡ ἑορτὴ τῶν ἁγίων ᾿Αποστόλων Θρᾴκ.(Σουφλ. κ.ἀ.) Δώδεκ’ Ἀπουστουλᾶδις. 2) Τὸ ἱερὸν βιβλίον τὸ περιέχον περικοπὰς τῶν πράξεων καὶ τῶν ἐπιστολῶν τῶν ᾿Αποστόλων καὶ συνεκδοχ. ἑκάστη περικοπὴ ἀναγινωσκομένη κατὰ τὴν λειτουργίαν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ κοιν. καὶ Πόντ. (Οἱν): Διˬαβάζουν - λέγουν τὸν ἀπόστολο κοιν. || Φρ. Πρὶν τοῦ ἀποστόλου (πρὸ τῆς ἀναγνώσεως τοῦ ἀποστόλου) Λεξ. Δεέκ. Πρὶν τὸν ἀπόστολο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μάν.) 3) Ὁ ἀναγινώσκων κατὰ τὴν λειτουργίαν περικοπὴν τοῦ ἀποστόλου Πόντ. (Τραπ.): ᾎσμ. ᾿Ελέπ᾽ν ἀτεν οἱ ψαλτᾶδες κιˬ ἀφίν’νε τὰ ψαλτήρ, ἐλέπ’ν ἀτεν κ’ οἱ ἀποστόλ’, ἀφίν’νε τ᾿ς ἀποστόλους. Ἡ λ. καὶ ὡς κύριον ὄν. κοιν. καὶ Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) καὶ ὑπὸ τὸν τύπ. ’Απὸ Σίφν καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾿Αποστόλοι Κύπρ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾽Απόστουλους Θρᾴκ. Μακεδ. (Λάβδ) Ἀπόστολοι Κρήτ. (Ἡράκλ. Ρέθυμν.) Μακεδ. ᾽Αποστόλου Πελοπν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA