ἀπολογυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολογυρίζω ἀμάρτ. ἀπουλουγυρίζου Λέσβ. ’π’λοϋρίτζω Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπολόγυρα.
Σημασιολογία
1) Βαδίζω οὐχὶ κατ᾽ εὐθεῖαν, ἀλλὰ πλαγίαν ὁδόν, λοξοδρομῶ Λέσβ. 2) Κάμνω τὴν λιτανείαν εἰς εὐρὺν κύκλον Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA