ἀποστομίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστομίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστομίζω Θήρ. Πόντ. (Κερασ) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. Μ.’Εγκυκλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ οὐσ. στόμα. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποστομίζω₌ἀμβλύνω τὴν ἀκμήν.
Σημασιολογία
1) Ἐκβάλλω ἐκ τοῦ στόματος, ἐκστομίζω ἔνθ’ ἀν. : Τέτο͜ια λόγια δὲν πρέπει ν᾿ ἀποστομίζῃς Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. ’Γώ ν’ ἀποστομίσω νὰ πῶ λόο κακὸ γιˬὰ σέ ! Θήρ. Ἀίτικα λόγιˬα ᾿κὶ πρέπ’ ν᾽ ἀποστομίῃς Κερασ. Συνών. ξεστομίζω. 2) ᾿Ανακοινώνω τι τῶν ἀπορρήτων Πόντ. (Κερασ.) Πβ. ἀποστοματίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA