ἀπολογύρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολογύρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολογύρισμα τό, ἀμάρτ. ἀπουλουγύρ’σμα Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολογυρίζω.
Σημασιολογία
Βάδισις, πορεία πρός τινα τόπον διὰ πλαγίας ὁδοῦ, λοξοδρομία. Συνών. ἀναγυρίδα 1, ἀνάγυρος (Ι) 1, ἀπογύρι 1, ἀπογυρίδα 1, ἀπογύρισμα 1, ἀπόγυρος 1, ἀπολόγυρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA