ἀποστόμωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστόμωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποστόμωμα τό, Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Αἰν. Κουμαν.Μ Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπουστόμουμα Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) ἀποστόμωμαν Κύπρ. Πόντ. (Σάντ. Τραπ.) ᾿ποστόμωμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποστομώνω.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ κάμνῃ τις κἀνένα νὰ μὴ δύναται νὰ ἀπαντήσῃ, νὰ τὸν ἀναγκάσῃ νὰ σιγήσῃ, ἢ τὸ νὰ μὴ δύναταί τις ν᾿ ἀπαντήσῃ ἔνθ’ ἀν. Τοῦ τά ’ψαλε καὶ τὸν ἔπιˬασε ἀποστόμωμα Μάν. Συνών. ἀποστομωμός, ἀποστομωσιˬὰ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/