ἀπόλοιπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόλοιπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόλοιπος ἐπίθ. Νίσυρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόλοιπος.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπόλοιπος, ὁ ὑπολειπόμενος: ᾎσμ. ’Σ τὴν πρώτην εἶν᾽ ὁ ναύκληρος, ᾽ς τὴ δεύτερην τ᾽ἀσκέριν, καὶ μέσ᾿ ’ς τὴν καταμεσιˬακὴν οἱ σκλάβες μὲ τοὺς σκλάβους, ᾿ς τοὶς ἄλλες ’ς τοὶς ἀπόλοιπες τοῦ βασιλεˬᾶ τὸ μάλιν. Συνών. ἀδέλοιπος, ἀποδέλοιπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/