ἀπονύχι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονύχι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπονύχι τό, ᾿Αθῆν. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. Πρω.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀπονυχίζω.
Σημασιολογία
Τὸ ἀποκοπτόμενον καὶ ἀπορριπτόμενον μέρος τοῦ ὄνυχος: Μὴν πετᾷς τ᾿ ἀπονύχιˬα σου κάτω κ’ εἶναι χρουσουζὰ ᾿Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA