ἄπολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἄπολος ὁ, ἀμάρτ. ἄμπολος Πελοπν. (Λάκων) ἄμολος Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολύω, παρ’ ὃ καὶ ἀμολῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀπόλυσις, ἐλευθερία, ἔλλειψις ἐπιτηρήσεως ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἄμολος κιˬ ἀμολυτούριˬα, | τρών οἱ λύκοι τὰ γαιˬδούριˬα (ἐπέρχεται μεγάλη ζημία, ὅταν τὰ πράγματα καταλείπωνται ἀνεπιτήρητα) Μάν. Συνών. ἀπολυσιˬὰ 1 β. 2) Ἡ ποσότης τοῦ νήματος, τὸ ὁποῖον χρησιμεύει πρὸς ἀπόλυσιν τοῦ χαρταετοῦ ἔνθ' ἀν.: Ἔχεις πολὺνε ἄμολο; (πολὺνε=πολὺν) Μάν. Συνών. καλούμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/