ἀπονυχτερεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονυχτερεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονυχτερεύω ἐνιαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀπονυκτερεύω.
Σημασιολογία
1) Διέρχομαι τὴν νύκτα ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 100: Πάει ν᾿ ἀπονυχτερέψῃ μὲ τοῦ Χουσεΐνη τὸ χαρέμι. 2) Τελειώνω τὴν νυκτερινὴν ἐργασίαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA