ἀποσκάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσκάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσκάλι τό, ἀμάρτ. ἀποσκάλ’ Πόντ. (᾿Αμισ. Ἴμερ. Ὄφ. Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκαλώνω.

Σημασιολογία

1) Τὸ σημεῖον τοῦ ἀγροῦ, ὅπου ἐσταμάτησέ τις σκάπτων, θερίζων ἢ ἄλλως καλλιεργῶν αὐτὸν ἔνθ’ ἀν. : Ἐμπαίνω ᾿ς σ’ ἀποσκάλ’ (ἐπαναλαμβάνω τὴν σκαφήν, τὴν ὁποίαν εἶχον ἀφήσει) Ὄφ. || Φρ. Ἐποίκ᾿ ἀτο ἀποσκάλ’ (τὸ ἤρχισα) Ἴμερ. ᾿Εσέβεν ᾿ς σ’ ἀποσκάλ’ ἢ ἐχτέθεν ἀποσκάλ’ (εἰρων. ἐπὶ τοῦ ἀπασχολουμένου εἰς ἔργον τι) Χαλδ. 2) Ὁ τόπος ὅπου θερίζουν Πόντ (Ὄφ.): Τ᾿ ἐμέτερο τὸ παιδὶ ἀτὸ ἔν’, δίουμ’ ἀτονα φαεῖ, φέρ’ ’ς σ᾽ ἀποσκάλ’ (ἐκ παραμυθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/