ἀποστραβώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστραβώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστραβώνω σύνηθ. καὶ Πόντ (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουστραβώνου βόρ. ἰδιώμ. ἀποστραβούου Τσακων. 'ποστραβώνω Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. κ. ἀ. πουστραβώνου ἐνιαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποστραβοῦμαι.

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι ἐντελῶς στρεβλόν, στρεβλῶ τελείως σύνηθ. : Τὸ ἀποστράβωσες τὸ μπαστούνι σύνηθ. || Παροιμ. Ἤτανε στραβὸ τὸ κλῆμα, τὸ ἔφαγε κιˬ ὁ γάιδαρος κι ἀποστραβώθηκε (ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων παθημάτων) ἐνιαχ. Καὶ ἀμτβ. ’Αποστράβωσε ἡ κολόννα Λεξ. Δημητρ. || Παροιμ. Τὸ ξύλο ἤτανε στραβὸ καὶ τώρα ἀποστράβωσε (ἐπὶ τῶν πασχόντων ἐξ ἀλλεπαλλήλων δυστυχιῶν ἢ πραγμάτων χειροτερευόντων) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 313,408. Ἤτανε στραβὸ τὸ κλῆμα, ἤφαέν το καὶ τὸ κτῆμα κ᾽ ἠποστράβωσε (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σίφν. 2) Κάμνω τι χειρότερον, καταστρέψω σύνηθ. : Μοῦ ἀποστράβωσε τὴ δουλε͜ιὰ - τήν ὑπόθεσι. 3) Καθιστῶ τινα ὅλως τυφλόν, ἀποτυφλώνω σύνηθ. καὶ Πόντ (Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἤτανε στραβὸς κιˬ ὁ γιˬατρὸς τὸν ἀποστράβωσε. ’Αποστραβώθηκε ἀπὸ τὰ γεράματα. ᾿Αποστραβώθηκε καὶ δὲ βγαίνει ἀπὸ τὸ σπίτι του σύνηθ. ᾿Εποστράβωσές με Οἰν. ᾽Ασ᾽ σὸ πολλὰ τήν κάπναν ἐποστραβῶθα (ἀπὸ τὸν πολὺν καπνὸν ἀπετυφλώθην) αὐτόθ. Ὁ κορνιˬαχτὲ μ’ ἀποστραβοῦτζε (ἡ σκόνι μὲ ἀποστράβωσε) Τσακων. || Φρ. μεταφ. ’Ποστραβώθηκα καὶ τὴν ἔπαθα Αὐλωνάρ. ’Ποστραβώθηκε ὁ βλᾶκας καὶ τοῦ τὴνε φουσκώσανε δίχως πεντάρα (τοῦ τὴν ἔδωσαν ὡς γυναῖκα) Πελοπν. (Μάν.) 4) Ἐπαναφέρω τὴν ὅρασίν τινος Πόντ (Τραπ.) Συνών. ξεστραβώνω. 5) Μέσ. ἐπανακτῶ τὴν ὅρασιν ᾽Αθῆν.: ᾿Αποστραβώσου, κακομοίρη, καὶ βλέπε !

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/