ἀπονύχτερος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονύχτερος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπονύχτερος ἐπίθ. Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.) - ΜΜαλακάσ. ’Ασφόδ. 76 ΠΝιρβάν. ἐν Ἐβδομαδ. Τύπ. 1 ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 48 ἀπονύχτερο τό, ΚΧατζοπ. ᾿Αννιὼ 79.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. νύκτερος.
Σημασιολογία
1) Ὁ καθ᾿ ὅλην τὴν νύκτα ἢ μέχρι προκεχωρημένης ὥρας διαμείνας ἔξω τῆς οἰκίας ἢ, ἐπὶ ζῴων, ἔξω τῆς μάνδρας ἔνθ’ ἀν.: Τὰ βόιδα μου μείνανε ἀπονύχτερα ᾿ς τὸ βουνὸ Γέρμ. Πάω νά ’βρω τὴ ᾿γιˬαλούδα μου, γιˬατί 'ναι ἀπονύχτερη (᾽γιˬαλούδα = ἀγελὰς) Μάν. Τὴν εἴδανε [τὴ βρικολακιˬασμένη] πολλὲς φορές... ἀπονύχτεροι διαβάτες ΠΝιρβάν. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Γιˬὰ δῶσ' μου, νύφη, τὸ σαλμᾶ | νὰ πάου γιˬὰ τὰ βούδιˬα μου τ’ ἐμείνασ’ ἀπονύχτερα Λακων. || Ποιήμ. Τ᾽ ἀπονύχτερο πουλλὶ διˬαβαίνει μοναχὸ | καὶ παραστρατισμένο ΜΜαλακάσ. ἔνθ’ ἀν. Βγαίνουν νεράιˬδες τῆς ἐρ’μιˬᾶς γῦρο ἀφ᾽ τοὺς καλαμεˬῶνες... σὰ νύφες ἀπονύχτερες κι ἀγνωρογεννημένες ΣΠασαγιάνν. ἔνθ' ἀν. β) Οὐδ. οὐσ., νὺξ ΚΧατζόπ. ἔνθ’ἀν.: Τ᾿ ἀπονύχτερο φυσᾷ κρύο ἐκεῖ ψηλά. 2) Δυστυχὴς, κακορρίζικος Πελοπν. (Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA