ἀπόσκαμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσκαμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσκαμμα τό, Στερελλ. (Αἰτωλ)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσκάφτω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέλος τοῦ σκαψίματος. 2) Σκαφή, σκάψιμον. 3) Τὸ σημεῖον τοῦ ἐδάφους ὅπου διακόπτεται ἡ σκαφή: Ποῦ τ᾿ ἄφ’κις τ’ ἀπόσκαμμα; ’Σ τ᾿ν ἀπάν’ ζαγάδα εἶνι τ᾿ ἀπόσκαμμα (ζαγάδα=στενὴ λωρὶς ἀγροῦ ἐπικλινοῦς, πεζούλλι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/