ἀπολούζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολούζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολούζω σύνηθ. ἀπολούγω Κωνπλ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀπολούω.
Σημασιολογία
1) Λούω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ λούσιμο σύνηθ.: Σὰν ἀπολούσω τὸ παιδί, θά ’ρθω σύνηθ. 2) Λούω τὸ νεογνὸν τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἀπὸ τῆς βαπτίσεως, ἐπὶ τῆς κατ᾽οἴκον τελουμένης Θρησκευτικῆς ἑορτῆς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κωνπλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA