ἀπολοῦθε

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολοῦθε

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπολοῦθε ἐπίρρ. Πελοπν (Μάν.) - ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 6 ἀπουλοῦθε Πελοπν. (Αἴγ.) ἀπολοῦθες Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ὁλοῦθε.

Σημασιολογία

1) Πανταχόθεν Πελοπν. (Μάν.) - ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τὴ χάρι της ἔρχονται πολὺς κόσμος ἀπολοῦθε Πελοπν. (Μάν.) Τέτο͜ιο πλοῦτος μᾶς κυκλώνει ἀπολοῦθε κ’ ἐμεῖς νὰ τ’ ἀψηφοῦμεν ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ὁλοῦθε. 2) Πανταχοῦ Πελοπν. (Μάν.): Ἀπολοῦθε γύρισα νὰ τὸν εὕρω καὶ δὲν τὸν εἶδα. Θὰ πάω ἀπολοῦθες. Συνών. παντοῦ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/