ἀποστραγγαλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστραγγαλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστραγγαλώνω ἀμάρτ. Μέσ. ἀποστραγγαλοῦμαι Πόντ. (Οἰν.) ’πεστραγγαλώνομαι Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στραγγαλώνω.

Σημασιολογία

1) Πνίγομαι ἕνεκα κακῆς καταπόσεως Ρόδ. Συνών. ἀποκοντυλιˬάζω. 2) Φουσκώνω παραπρήσκομαι ἐκ πολυφαγίας ἔνθ' ἀν. : ᾿Εποστραγγαλῶθα ! Οἰν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/