ἀπονωρὶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονωρὶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπονωρὶς ἐπίρρ. κοιν. ἀbονωρὶς Θήρ. ἀπουνουρὶς βόρ. ἰδιώμ. ᾿πονωρὶς Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) ’πανωρὶς Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. νωρίς.
Σημασιολογία
1) Πρὸ τοῦ τεταγμένου χρόνου, ἐνωρὶς κοιν.: ᾿Αρχίσαμε τὴ δουλε͜ιὰ ἀπονωρίς. Νὰ ᾽ρθῇς ἀπονωρὶς νὰ πιˬάσωμε θέσι. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Α 815 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀπονωρὶς ’ς τὴν κλίνην του ἤθετε κ᾿ ἐκοιμᾶτο». β) Πρὸ ὀλίγου Θήρ.: ᾽Αbονωρὶς ἤτανε φερμένος ἐδῶ. 2) Πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἡμέρας ἔτι οὔσης ᾽Αθῆν. Κρήτ. Κύπρ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Κορινθ. Κόκκιν. Τριφυλ. Χατζ.): ᾿Απονωρὶς ἔβγαλε τοὶς κόττες ἔξω Κορινθ. ᾿Απονωρὶς νὰ ’μολλάρετε τὰ βούγιˬα Κρήτ. Ἄμε δὰ ποῦ ’ν’ ἀκόμη ἀπονωρίς, γιˬατ᾿ ὕστερα θὰ βραδυˬάσῃ αὐτόθ. ᾽Απονωρὶς περίμενα δῶ πέρα Τριφυλ. || Γνωμ. Ταχεˬὰ ταχεˬὰ ’ς τὸν αὔλακα κιˬ ἀπονωρὶς ’ς τὸ στάβλο (ὁ γεωργὸς πρέπει νὰ ἀρχίζῃ λίαν πρωὶ τὴν ἐργασίαν του, νὰ τελειώνῃ δὲ αὐτὴν ἐνωρὶς) Κρήτ. ᾿Απονωρὶς ᾿ς τὸ σπίτι σου, μπονώρας ’ς τὴ δουλειά σου ᾽Ανδρίτσ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. Α 1423 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀπονωρὶς τ’ ἀπόγιομα συντροφιαστὲς κινοῦσι».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA