ἀποξαλείφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξαλείφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξαλείφω ἀμάρτ. Μέσ. ἀποξαλείφομαι Χίος ’ποξαλείφομαι Χίος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξαλείφω.

Σημασιολογία

Μέσ. ἐξαλείφομαι ἐντελῶς, ἐκλείπω: ᾎσμ. Βρὲ φάε, κάττη, θεˬὼς ἐμὲ τσαὶ ἄφησ’ τὰ παιδιˬά μου, μὴν τύχῃ κιˬ ἀποξαλειφτῇ παντάπασ’ ἡ γενεˬά μου (θεˬὼς = τουλάχιστον, μόνον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/