ἀποστραγγίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστραγγίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποστραγγίδι τό, πολλαχ. ἀπουστραγγίδ’ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀποστραgίδι Κεφαλλ. ᾿ποστρατζίδι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ᾽ποστραγγίν Ρόδ. ἀποστράgιδο Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποστραγγίζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

1) Ἀποστράγγι 1, ὃ ἰδ., πολλαχ. : Αὐτὸ δὲν εἶναι μάννα, εἶναι ἀποστραγγίδιˬα (μάννα₌μεγάλη πηγὴ) Πελοπν.(Λάκων) Ξιστραγγίζου τ᾿ ἀπουστραγγίδιˬα (περὶ ἀγροῦ) Μακεδ.(Βελβ.) ᾿Εγύρισα ἕναν ᾿ποστραγγίν νὰ ποτίσω Ρόδ. Νὰ μαζώξῃς τὸ ᾿ποστρατζίδι ἀπὸ τὰ τουλούμιˬα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) 2) ’Αποστράγγι 2, ὃ ἰδ., πολλαχ.: Τ᾿ ἀποστραγγίδιˬα τοῦ βαρελλιˬοῦ (σῶσμα) πολλαχ. Τ᾿ ἀποστραγγίδιˬα τῶν σταφυλιˬῶν Λεξ. Βυζ. Ἀπουστραγγίδ’ εἶνι τώρα αὐτὸ τοὺ κρασὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τ᾿ ἀποστραγγίδιˬα ἀπ᾿ τοὺ λᾴδι αὐτόθ. 3) Ἀποστράγγι 4,ὃ ἰδ., πολλαχ. 4) Τὸ ὑστερότοκον τέκνον Κεφαλλ. : Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποστραgίδι τους Κεφαλλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι καὶ ἀπόσπερμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/