ἀποστράτευσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστράτευσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποστράτευσι ἡ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστρατεύω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἀπομάκρυνσις ἀξιωματικοῦ ἀπὸ τῆς ἐνεργοῦ στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας καὶ ἡ ἀπόλυσις ὑπηρετούντων ἐν τῷ στρατῷ ὁπλιτῶν. 2) Ἡ ἀπόλυσις τῶν στρατευμάτων: Ἔγινε-θὰ γίνῃ ἀποστράτευσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA