ἀποσκάφτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκάφτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκάφτω Κρήτ. Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ. ᾽ποσκάφτω Κρήτ. Σύμ. κ. ἀ. ἀποσκάβω Πελοπν. (Κορινθ. Λακων.) κ.ἀ. ἀπουσκάβου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποσκάβγω Χίος κ.ἀ. ᾿ποσκάβγω Σύμ. κ. ἀ. ’ποσκάβγου Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀποσκάπτω.
Σημασιολογία
Τελειώνω τὴν σκαφὴν ἢ τὴν διὰ τῆς σκαφῆς καλλιέργειαν ἔνθ’ ἀν. : Ἕναν ἔργου εἶχαν κὶ τ᾿ ἀπόσκαψαν Αἰτωλ. ᾿Απουσκάβιτι τ᾿ ἀμπέ’ σήμιρα, νὰ πάρου κ᾽ ἰγὼ τ᾿ς ἀργάτις; αὐτόθ. Ὅ,τι κιˬ ἀποσκάψουν σποῦν τὸ ρόδι Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA