ἀποστροφὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστροφὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποστροφὴ ἡ, ᾿Αμοργ. Ἤπ. Κάρπ Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Κορων.) Νίσυρ. Πελοπν. (Αἴγ. Σουδεν.) Σίφν. Τῆν.-ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ 47 ἀπουστρουφὴ Ἤπ. ἀπεστροφὴ Κῶς ᾽πιστροφὴ Πελοπν. (Βούρβουρ.) ’π’στρουφὴ Λέσβ.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ ἀποστροφή. Οἱ τύπ. ᾿πιστρουφὴ καὶ ᾽π ᾿στρουφὴ κατ᾽ ἐπίδρασιν τῆς προθ. ἐπί.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἑκάστοτε στροφὴ τοῦ ἀροτριῶντος πρὸς τὴν ἀντίθετον διεύθυνσιν Κάρπ. Τῆν. : ’Πάνω ’ς τὴν ἀποστροφὴν ἐξεμασκελ-λίστη τὸ παρούτι. Συνών. ἀναβολὴ 2β, ἀπόστροφος 1. β) Τὸ ἄκρον τοῦ ἀγροῦ τὸ ὁποῖον δὲν δύναται ν᾿ ἀνασκαφῇ ὑπὸ τοῦ ἀρότρου Νάξ. (Κορων.) : Πᾶρε τὴν ἀξίνη νὰ σκάψῃς τὴν ἀποστροφή. Συνών. ἀναβόλα 1, ἀναβολάδα, ἀναβολὴ 2, ἀνάθινος, ἀπόστροφος 1β. 2) Μέρος γῆς, οἷον ἀγροῦ, περιτετοιχισμένον Κῶς. β) Μέρος γῆς ὅπου βόσκουν ποίμνια Κρήτ. 3) Στάβλος Ἀμοργ. β) ᾽Αποθήκη ἀχύρων, σκευῶν κττ., ἀχυρὼν ᾿Αμοργ. Νίσυρ. : Πάμε ᾿ς τὴν ἀποστροφή μου Νίσυρ. γ) ᾿Αγροτικὸς οἰκίσκος, ἐξοχικὴ οἰκία Νίσυρ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἀποστροφὴ₌καταφύγιον. 4) Κλάδος παραφυόμενος ἐκ κορμοῦ δένδρου Πελοπν. (Αἴγ.) Συνών. ἀποστροφάδα1, ἀποστροφάδι 1, παρακλάδι. β) Τεμάχιον ξύλου, οἷον κλάδου, ἐκπίπτοντος, ὅταν κοπῇ λοξῶς Πελοπν. (Σουδεν.) : ᾿Επετάχτη μιˬὰ ᾿πιστροφὴ καὶ μ᾿ ἐχτύπησε. 5) Τὸ νὰ ἀποστρέφῃ κἀνείς, νὰ γυρίζῃ πίσω Σίφν. 6) ᾿Αηδία, ἀπέχθεια πολλαχ : ᾿Αφίνουνε [ οἱ Βλάχοι ] ’ς τὸν κάμπο τὸ ἔχε γε͜ιὰ μὲ τὴν ἀποστροφή τους ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Κακή σ’ ἀποστροφή ! (ἀρά) ᾿΄Ηπ. ᾿Πιστροφὴ νὰ σὄρθῃ ! Βούρβουρ. 7) Κατάπληξις Ἤπ.: Μὄρθ’ ἀποστροφὴ (ἔμεινα ἐμβρόντητος ἐξ ἀπροσδοκήτου κακοῦ ἀκούσματος). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA