ἀπολυγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολυγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολυγίζω ἀμάρτ. ’πολυγίζω Ρόδ. ἀπολυγῶ Σκῦρ. ᾽πολυῶ Κῶς.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λυγίζω.

Σημασιολογία

Λυγίζομαι, κλίνω ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Νὰ τὸν ’πῶ βεργιόλιγνο, ἡ βέργιˬα ᾿πολυγίζει Ρόδ. Ἀπολυγᾷ ὁ πλάτανος, φιλεῖ τὸ κυπαρίσσι Σκῦρ. Τέσσερα καλοεράκιˬα | τό ᾽να τ’ ἄλλο σὰν γεράκιˬα γῦρο γῦρο κυνηγοῦσι | καὶ τὴν μέσην της ᾿πολυˬοῦσι Κώς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/