ἀποσκεπάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκεπάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκεπάζω Ζάκ. Ἤπ. Κέρκ. Κρήτ. (Βιάνν. Σέλιν. Χαν.) Κῶς Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,87 ἀποκεπάζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπουσκιπάζου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Σαμοθρ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀποκιπάζου Μακεδ. (Βλάστ.) κ.ἀ. ᾿ποσεπάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. κ.ἀ.) ᾿πο-επάζω Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 2,13 ἀποεπάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿ποεπάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ’ποεπάω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποσκεπάνω Πόντ. (Οἰν.) ἀπουσκιπάν-νου Λυκ (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποσκεπάζω.
Σημασιολογία
1) Ἀφαιρῶ τὸ σκέπασμα, ἀποκαλύπτω Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ.): ’Πο-έπασ’ τὸ ζυμάριν νὰ μὲν πολ-λυπάρῃ Κύπρ. Νὰ ’πο-επάσῃς τὸν γιˬόν σου τ’ ἔχει πολ-λὴν πυρὰν ποῦ κοιμᾶται αὐτόθ. Μὴ ἀποσκεπάῃς τὸ μωρὸν Κερασ. ᾿Αποσκέπαξον τὸ χαλκὸν (τὸν λέβητα) αὐτόθ. β) Μεταφ. ἀποκαλύπτω, φανερώνω Πόντ. (Κερασ.) -ΚΚρυστάλλ. ἔνθ᾽ ἀν. : Θ᾽ ἀποκεπάζω τὴ δουλείαν Κερασ. ‖ Ποίημ. Νά ’ξερες πῶς ἡ ἄβυσσο καὶ τὸ τρανό της χάο λησμονημένα καὶ παλα͜ιὰ κρυφὰ μοῦ ἀποσκεπάζουν ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ξεσκεπάζω. Καὶ μέσ. ἀφαιρῶ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς μου Πόντ (Ἴμερ. Κερασ. Σάντ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) 2) Οἱονεὶ ἀποκαλύπτων τι διὰ νὰ ἴδω αὐτὸ παρατηρῶ ἢ παρακύπτων κοιτάζω Κύπρ.: ᾿Επο-έπασα τ’ ’ὲν τὸν εἶδα. Εὐτὺς ἀν-νοίει καὶ ᾿πο-επάζει πὄν-ναν πορτὶν τοῦ παναθυρκοῦ. ’Πο-έπασε εἰς τὴν πόρταν, πκο͜ιὸς ἔρχεται. ’Πο-έπασε νὰ δοῦμεν πόθ-θεν ἔρχεται. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,270 (ἔκδ. RDawkins) «πηγαίννοντά του ἀποσκέπασέν τον εἰς τὸ πέλαγος». Συνών. προβάλλω. β) Ρίπτω ἓν βλέμμα κἄπως ἀδιάφορον καὶ φεύγω Κύπρ. -ΔΛιπέρτ. ἔνθ’ ἀν. : Ποίημ. Ἐθέλαμεν σας ἔσ-σω μας, ἔσ-σω σας γιˬὰ νὰ ποῦμεν τιˬ ὄι νὰ ’πο-επάσετε ταὶ νὰ ᾿ποχωριστοῦμεν ΔΛιπέρτ. ἔνθ᾽ ἀν. 3) ᾿Επιβλέπω, ἐπιτηρῶ Κύπρ.: ᾿Εν-νὰ πάω ᾿ς τὸ χωρgὸν ταὶ ᾿πο-έπαζε ταὶ τὰ κτηνά μου ὅσον νά ’ρτω. Συνών. ἀποσκέπω. 4) Καλύπτω ὅλως, ἐν γένει καλύπτω Ζάκ. ᾿΄Ηπ. Κέρκ. Κρήτ. (Βιάνν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Μακεδ. (Βογατσ.) κ. ἀ. : Δὲν ἀποσκεπάσαμε ἀκόμη τὸ σπίτι, μᾶς λείπουν λίγα κεραμίδιˬα Κρήτ. ‖ ᾌσμ. Νεραντζεˬὰ μὲ τ᾿ ἄνθῃˬα καὶ μὲ νεˬὸ καρπό, ἄφ’σε με ’ς τὴ ρίζα ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, μὲ χρυσὸ μαντήλι ν᾿ ἀποσκεπαστῶ Ἤπ. Κάντε τὸ μνῆμα μου βαθε͜ιὸ καὶ μέσα βάλετέ με καὶ πάρτε κιˬ ἄσπρα μάρμαρα κιˬ ἀποσκεπάσετέ με Ζάκ. 5) Μεταφ. προστατεύω, ὑποστηρίζω, βοηθῶ Ἤπ. Κρήτ. (Βιάνν.) Κῶς: Νὰ πάρῃς μιˬὰ νύφη νὰ σ’ ἀγαπᾷ καὶ νὰ σ’ ἀποσκεπάζῃ Βιάνν || ᾎσμ. Ἅγιˬε μου Γεˬώργι γλήγορε καὶ γριβοκαβαλλάρι, βόηθα καὶ ἀποσκέπαζε τὸ ἄξιˬο παλληκάρι Ἤπ. β) Μέσ. ἔρχομαι εἰς γάμον, ἰδίᾳ ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι Κέρκ. Παξ.: Εἴπαμε τὸν καλὸ λόγο ν’ ἀποσκεπαστῇ κιˬ αὐτὴ ποῦ εἶναι ἀδύνατο μέρος, νὰ πάῃ ’ς ἀντρὸς χέριˬα Παξ. ᾿Αποσκεπάστηκε τὸ φτωχὸ κ’ ἐγλύτωσε Κέρκ. 6) Συγκαλύπτω τινὰ διὰ νὰ ἀποκρύψω ἐπίμεμπτον πρᾶξίν του ἢ συγκαλύπτω, ἀποσιωπῶ ἐπίμεμπτον πρᾶξιν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κρήτ. (Σέλιν. Χαν.) Μακεδ. (Βογατσ. Βλάστ.) Πελοπν. (Λακων.) Σαμοθρ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Πολλὰ εἴχανε καμωμένα πρὶ νὰ παdρευτοῦνε, μὰ τὰ καταφέρανε καὶ τ' ἀποσκεπάσανε Χαν. Τ᾽ ἀπουσκέπασ’ οὕλ᾽ αὐτὴ Ζαγόρ. Ἀποσκέπασο τὸ παιδὶ Λάκων. Ἤτανε κατηγορημένη, ἀλλὰ τὴν 'ποσεπάσανε Αὐλωνάρ. Γιˬάντα θέλεις ν' τὸ ᾿ποσεπάσῃς γιˬὰ τὰ ἔργατά του; (ν’=νὰ) αὐτόθ. Ἔδιˬα πουλ’μᾷ νὰ τ' ἀπουσκιπάσ’ (ἔδιˬα=τώρᾳ) Σαμοθρ. || Φρ. Ἡ κοιλιˬὰ δὲν ἀποσκεπάζεται (ἐπὶ τῶν ἀνόμως συλλαμβανουσῶν) Λακων. Συνών. ἀποκοιμίζω Α 2, σκεπάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA