ἀποκέπαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκέπαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποκέπαστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) ἀποὲπατο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποκέπαος Πόντ. (Ἴμερ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀποσκέπαστος. ᾿Ιδ. Φραντζῆ Χρον. 421,10 (ἔκδ. Βόννης) «νὰ τὸ εἴπωσι τὸν πάπαν γονατιστοὶ καὶ ἀποσκέπαστοι».
Σημασιολογία
1) ᾿Ασκεπής τὴν κεφαλήν, ἀποκεκαλυμμένος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ. ἀ.): Φρ. ᾿Αζώσταρος κιˬ ἀποκέπαος ἐπέμ’νεν (ἐπὶ τοῦ ἀκαταστάτου) Ἴμερ. 2) Ὁ μὴ ἐστεγασμένος Καλαβρ. (Μπόβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA