ἀποξανοίγω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξανοίγω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξανοίγω Κρήτ. ᾿ποξανοίγω Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) ἀποξανοίω Κύθν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξανοίγω.
Σημασιολογία
᾽Επιμελοῦμαι, φροντίζω περί τινος, περιποιοῦμαί τινα, οἷον ἀσθενῆ, γέροντα κττ. ἔνθ' ἀν.: ’Ποξανοίγω τὸν ἀρρωστάρι ἴσως καὶ ν' ἀναdρανίσῃ Ἔμπαρ. ᾿Εποξάνοιξε τὸ bεθερό τζης καὶ τὸ gύρι τζης δὰ μὴ 'bοξανοίξῃ; Κρήτ. ᾿Εγὼ τὴν ἐποξάνοιξα ᾿ς τὴν ἀρρώσθιˬα dης αὐτόθ. Δὲν ἤκαμα παιδιˬὰ καὶ δὲ γατέχω πο͜ιὸς δὰ μὲ ’ποξανοίξῃ αὐτόθ. Δὲν ἀποξανοίγει τσοὶ γονέους του αὐτόθ. Ἅμα ἔρχουνε τὰ παιδιˬά μου, θὰ μ’ ἀποξανοίουνε Κύθν. Συνών. ξανοίγω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA