ἀποστυλώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστυλώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστυλώνω Πάρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Τραπ.) Σῦρ. κ. ἀ. -Λεξ. Δημητρ. Μέσ. ᾿ποστυλών-νομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ ρ. στυλώνω. ᾿Εν χειρογρ. τοῦ 1613 τύπ. ἀποστελώνω.

Σημασιολογία

1) Πρᾶγμά τι στυλωμένον ξεστυλώνω ἀφαιρῶν τοὺς στύλους Πόντ. (Τραπ.) Συνών. ξεστυλώνω. 2) Στηρίζω τελείως Πάρ. Σῦρ. κ.ἀ.: Παροιμ. Ὅλα ᾽ναι ’φάδιˬα τῆς κοιλιˬᾶς καὶ τὸ ψωμὶ στημόνι καὶ τὸ καηˬμένο τὸ κρασὶ ὅλα τ’ ἀποστυλώνει ἔνθ᾽ ἀν. β) Μέσ. στηρίζομαι Κύπρ. : Παροιμ. φρ. Ἄμε, στῦλ-λε, ’ποστυλ-λώθου | τιˬ ἄμ' ἀλ-λοῦ καταμπαλ-λώθου (ἐπὶ τοῦ ἀποτυγχάνοντος εἰς προξενείαν γάμου). 3) Περατώνω τὴν διὰ στύλων στήριξιν, τελειώνω τὸ στύλωμα Πελοπν. (Μάν.) -Λεξ. Δημητρ. : Εἶδα κ᾽ ἔπαθα ὥσπου ν᾽ ἀποστυλώσω τὴν κληματαρεˬά μας Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/