ἀποξεκάνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξεκάνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξεκάνω πολλαχ.

Ετυμολογία

ἀποξεκάνω πολλαχ.

Σημασιολογία

᾽Εξαντλῶ, ἐκδαπανῶ, ἐκπονῶ, ἐξαφανίζω καθ᾿ ὁλοκληρίαν: Ὅ,τι κιˬ ἂν εἶχε ᾿ς τὸ χωριˬό του τ’ ἀποξέκανε πολλαχ. Πέρασαν οἱ τσέτες κιˬ ἀποξέκαναν τὸ χωριˬὸ (τσέτες = ἄτακτοι στρατιῶται) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ξεκάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/