ἀποξενεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξενεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξενεύω Πελοπν. (᾽Ανδρίτσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόξενος.
Σημασιολογία
Γίνομαι ἀπόξενος, ἀπομακρύνομαι ἀπό τινος: Μᾶς ἀποξένεψε ὁ δάσκαλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA