ἀπόξενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόξενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόξενος ἐπίθ. πολλαχ. ἀπόξινους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ξένος. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπόξενος = ἀφιλόξενος.

Σημασιολογία

᾿Εντελῶς ξένος, πάντοτε μετὰ τοῦ ξένος πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας τῆς ἀλλοτριότητος: Ὁ δεῖνα εἶναι ξένος κι ἀπόξενος πολλαχ. || ᾎσμ. Ἄσπρη παράσπρη βαμπακεˬὰ ποῦ εἶχα ’ς τὴν αὐλή μου, τὴν σκάλιζα, τὴν πότιζα, τὴν εἶχα γιˬὰ δική μου, μά ’ρθε ξένος κιˬ ἀπόξενος, ἦρθε καὶ μοῦ τὴν πῆρε Πελοπν. (Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/