ἀποξενυχτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξενυχτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξενυχτίζω Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξενυχτίζω.

Σημασιολογία

1) Διέρχομαι τὴν νύκτα ἄγρυπνος: Μ’ ἔπιˬασε ἀγρυπνία κιˬ ἀποξενύχτισα. Σὰν ἀποξενυχτισμένος φαίνεσαι (νυσταλέος). 2) Μετβ. συντροφεύω τινὰ ἄγρυπνος, οἷον τὸν νεκρόν, τὸν ἀσθενῆ: ᾽Αποξενύχτισαν τὸν νεκρὸ μὲ μοιρολόγιˬα. Συνών. ξενυχτίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/